- παραδιοικεῖν
- παραδιοικέωmeddle withpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραδιοικώ — έω, Α 1. αναμιγνύομαι στη διοίκηση κάποιου άλλου («ὡς οὐ προσῆκον ἄρχοντος ἑτέρου πολυπραγμονεῑν καὶ παραδιοικεῑν», Πλούτ.) 2. κυβερνώ με κακό τρόπο … Dictionary of Greek